- κακοστρατιά
- ηκακή στράτα, δύσβατος δρόμος: Μην ακολουθήσετε αυτή την κακοστρατιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοστρατιά — η (Μ κακοστρατιά) κακή στράτα, δύσβατος δρόμος νεοελλ. μτφ. δύσκολη περίσταση, αδιέξοδο, δυσχερής θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στράτα] … Dictionary of Greek